-
1 ἀνά-κλιτον
ἀνά-κλιτον, τό, Lehnstuhl, Hippocr.; Plut. ϑρόνος ἀνάκλιτος Rom. 26.
См. также в других словарях:
ανάκλιτος — ἀνάκλιτος, ον (Α) [ἀνακλίνω] 1. ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος 2. φρ. «ἀνάκλιτος θρόνος», το ανάκλιντρο* … Dictionary of Greek
1 ἀνά-κλιτον
ἀνά-κλιτον, τό, Lehnstuhl, Hippocr.; Plut. ϑρόνος ἀνάκλιτος Rom. 26.
ανάκλιτος — ἀνάκλιτος, ον (Α) [ἀνακλίνω] 1. ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος 2. φρ. «ἀνάκλιτος θρόνος», το ανάκλιντρο* … Dictionary of Greek